- ἱερατικοῦ
- ἱερατικόνpriestlyneut gen sgἱερᾱτικοῦ , ἱερατικόςpriestlymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
Κηρυκίδαι — Κηρυκίδαι, οἱ (Α) (κατά τον Φώτ.) ονομασία ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / αι] … Dictionary of Greek
αμύνανδρος — Γενάρχης των Αμυνάνδρων, ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται στον Τίμαιοτου Πλάτωνα και ένας Αθηναίος πολίτης. * * * ἀμύνανδρος, ο (Α) αυτός που αποκρούει τους εχθρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + ἀνήρ, ἀνδρὸς (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
κήρυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της Αττικής, αρχηγέτης και επώνυμος του ιερατικού γένους των Κηρύκων. Τον θεωρούσαν γιο του Εύμολπου και πατέρα του Εύμολπου B’. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αγραύλου ή της Πανδρόσου ή της… … Dictionary of Greek
καλένδες — Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην αρχαία Ρώμη, που πήρε την ονομασία της εξαιτίας μιας τελετουργικής διακήρυξης (calatio), η οποία γινόταν την ημέρα αυτή. Η τελετή αυτή είχε την προέλευσή της σε χρόνους παλαιότερους από τη δημιουργία ενός ηλιακού… … Dictionary of Greek
πατρογέρων — ὁ, Α φρ. «πατρογέρων ιερεύς» τίτλος ιερατικού αξιώματος επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + γέρων] … Dictionary of Greek
πραγματάς — ᾱ, ό, Α 1. ο πραγματευτής 2. ονομασία ιερατικού αξιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ άς)] … Dictionary of Greek
σηκοβάτης — ὁ, Α (ως τίτλος ιερατικού αξιώματος) αυτός που έχει το δικαίωμα να εισέρχεται στον σηκό, δηλαδή στον κυρίως ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. στηλο βάτης] … Dictionary of Greek